|
ο весовщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весовщик? — σταθμιστής как с (ново)греческого переводится слово σταθμιστής? — весовщик — μανάλι — αεριαγωγός — σταλία — βεργινάδι — θεριστικότητα — υπέρυθρος — ακαταλληλότητα — ενυπόθηκος — ρητορικότητα — καθυστερημένος — εξοικειώνομαι — μαεστρία — ξεμυστηρεύομαι — μετημφιεσμένος — επιστροφή — συνεισφερόμενος — αχερόδεμα — πανεπιστημιούπολη — προσωπογράφος — γνωμικός — όγκος |
|||