|
ο 1) шея; 2) анат. шейка; === κάθομαι στον ~ο — сидеть на (__чьей-л.__) шее; σκύβω τόν ~ο — гнуть шею (перед кем-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шея? — τράχηλος как на (ново)греческом будет слово шейка? — τράχηλος как с (ново)греческого переводится слово τράχηλος? — шея, шейка — έκκεντρο — λιποθυμικός — χαλκόδετος — δέλλος — αλεκτρυονικός — σερμπέτι — ευκολόπορτος — οικίσκος — ψαροκεφαλή — παλιοκάραβο — παλιοκοινωνία — ρεμπετεύω — προαίσθηση — γυναικοφιλία — αυτοκινητιστικός — φρενολόγος — μπαίνω — σταυροκουνιάδος — αρχιεργάτρια — δροσοβόλος — οψώνιον |
|||