τσιγγούνικα

формы словаβ
τσιγγούνικα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово τσιγγούνικα? —


ασυστολήπεντάωροςδιφωνίαδιπλασίασμακανάριμανίκιγερμανισμόςαυθαίρετοδιλάβισαντούριπροτερόχρονοςεπίνευσηψυχοπαραδέρνωπώγωναρπαχτήςδηλητηριάζωιεραρχικάαναφεγγιάαναψηφίζωατύχημαβλεφαρίδα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit