|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσιγγούνικα? — — ασυστολή — πεντάωρος — διφωνία — διπλασίασμα — κανάρι — μανίκι — γερμανισμός — αυθαίρετο — διλάβι — σαντούρι — προτερόχρονος — επίνευση — ψυχοπαραδέρνω — πώγων — αρπαχτής — δηλητηριάζω — ιεραρχικά — αναφεγγιά — αναψηφίζω — ατύχημα — βλεφαρίδα |
|||