|
островной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово островной? — νησιωτικός как с (ново)греческого переводится слово νησιωτικός? — островной — επιμετρώ — πασπαλώ — κοκκινομάλλης — πατίνια — υδρόνεφρον — διπτέρυγα — καπνοθήκη — γαλιός — καθιστώ — ρουσφετολόγος — θρησκεύω — ανάγερμα — ρατσιστής — προηγμένος — εμφαντικός — αμαρταίνω — τετράτροχος — ντουρβάς — θεός — ωοθηκίτις — αδικαίωτος |
|||