|
сценический; театральный; ~ή διασκευή — инсценировка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сценический? — σκηνικός как на (ново)греческом будет слово театральный? — σκηνικός как с (ново)греческого переводится слово σκηνικός? — сценический, театральный — λογού — Θρακιώτισσα — τολμηρότητα — δασυνόμενος — πολιορκούμαι — εμπαθής — προκήρυξη — ασυντρόφιαστος — αστραποβολητό — εγγαστρωμίνη — εκβύθιση — άπεπτος — νυχτομάτης — χειρομάντης — διαμαντοχρώματα — έγχυση — λάτρης — σχολείο — ιερέας — αποχαρβαλώνω — αλίμονο |
|||