|
красить кистью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово красить кистью? — πινελλάρω как с (ново)греческого переводится слово πινελλάρω? — красить кистью — αμφικλινής — δηλητηριάστρια — αιγοπρόβατα — ασυναρμολόγητος — βυζούδι — διάλεξη — καταλογίζω — αναγινώσκω — ιδιόγραφος — καρτέλ — ηλεκτροσκόπιο — μονογράφηση — έβδομος — αιθεριοποιώ — γαστρεντερικός — πεντάκις — ρεβάνς — εξηγητικός — καντήλι — επιβεβαιωμένος — συγκαταλέγομαι |
|||