|
ο академизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово академизм? — ακαδημαϊσμός как с (ново)греческого переводится слово ακαδημαϊσμός? — академизм — κρεμάδα — ασβεστοκάμινος — καμπαρέ — μυθιστοριογράφος — αιμολυσία — γελάδι — αμφίδετος — στυλέτο — ωστικός — ξεμαλλιάζω — αμεγάλωτος — αυτογνωμοσύνη — εμποροπλοίαρχος — θερμοφόρα — αβλεπής — κατάπλασμα — αθηράτο — ξεβλαστάρωμα — πρωτοτυπικός — ξενογλωσσία — δίσημος |
|||