|
ο спекулянт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спекулянт? — σπεκουλάντης как с (ново)греческого переводится слово σπεκουλάντης? — спекулянт — ατσάλινος — νέον — ανεγκλιμάτιστος — κομψεπίκομψος — λιοστάσι — ψυχαγωγία — αποκτηνωτικός — κουμποθηλειά — αιγυπτιακά — υμείς — γεωθερμικός — μπαινοβγάλματα — κρεατίλα — φοιβόλητος — αντοχή — ανεξαρτοποιημένος — τυραννάω — τσαμπουκαλής — παρακάμπτω — χαλκέντερος — οδικός |
|||