|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυτοσαρκαστικός? — — ασφαλτούχος — αυτοδημιουργούμαι — βόχα — εξιδανικευτικός — υγρόφιλος — οποθενδήποτε — αναχωματώνω — κουραμάνα — εκλευκαίνω — τρυπώ — τρόμπα — ούρος — ισοζυγιάζω — ανατόμος — πανιερότης — εξαγριωτνκός — πονοκεφάλιασμα — κρασοκατάνυξη — μεγαθυμία — ωτοκόπτης — γραυγίζω |
|||