Новогреческий словарь
αυτοσαρκαστικός
αυτοσαρκαστικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοσαρκαστικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λιπαντέλαιο
—
ζαρκάδι
—
πανσλαβιστής
—
αδικοσκοτωμένος
—
ογδοηκονταετηρίδα
—
πατέρας
—
απελπισιά
—
φανοκόρος
—
μπάφα
—
καταμερισμός
—
ξηρασία
—
συνεδριάζω
—
ησυχία
—
υπερκατανάλωση
—
ναυαρχικός
—
στασίασμός
—
εισάγομαι
—
υπερκερωτικός
—
σκηνή
—
ξεσπιτώνομαι
—
μπουκαδούρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве