|
ο композитор(__,__) пишущий оперы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово композитор, пишущий оперы? — μελοδραματοποιός как с (ново)греческого переводится слово μελοδραματοποιός? — композитор, пишущий оперы — ενοικίζω — ροδοδάφνη — εγγαστρώνω — προοιωνίζομαι — Φαρισαίος — καδρονιάζω — χρυσοφορω — φέγγος — ανάργυρος — αστεροφεγγής — ασκάριστος — διηγηματικά — βουλεύομαι — δημόσιονόμος — αδιαπραγμάτευτος — απογλυτώνω — μαντράχαλος — ατακτοποίητος — ξεκούραση — όφελος — ερυθρόχρους |
|||