|
ο кровельщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кровельщик? — στεγοποιός как с (ново)греческого переводится слово στεγοποιός? — кровельщик — ανθρώπινος — αφρόψαρα — μοχλός — διπλοκακορρίζικος — δισεξάδέλφη — χιονομετρικός — προβολή — γατόψαρο — λουρί — αγιωσύνη — απαικτος — οπλοπώλης — καρτάλι — σιροπιαστός — ηλιόμετρο — ξεσκεπάζω — αποστάζω — σβάστική — εξαήμερος — στέριος — ελαιόμετρο |
|||