Новогреческий словарь
οδοντόκονις
οδοντόκονις
(-εως) η
зубной порошок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зубной порошок
? —
οδοντόκονις
как с
(ново)греческого
переводится слово
οδοντόκονις
? — зубной порошок
#
(ново)греческий словарь
—
απρόσεκτος
—
κυβερνησιμότητα
—
αλησμονησιά
—
καύσος
—
ζίου-ζίτσου
—
αναφλογισμένος
—
στερεοστατική
—
γόνατο
—
σίβυλλα
—
προπέλλα
—
σκέπω
—
τρισχίλιοι
—
καρδιοχτυπώ
—
σκληροκέφαλος
—
χαννικό
—
ξυστός
—
νερομάννα
—
αναποφάσιστα
—
στρούγκος
—
βούζούνι
—
ημίκλιντος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,