|
το топогр. курвиметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово курвиметр? — καμπυλόμετρο как с (ново)греческого переводится слово καμπυλόμετρο? — курвиметр — άνοπτος — υποτονικά — ξεθερμίζω — όστρεο — απώλεια — αντιφθειρικός — ασπροπόδαρος — δροσά — παράγων — προσόν — προνομία — περίθαλψη — χλωροφορμιστής — ακόμψευτος — π.μ. — ξελαφρώνω — νυφίτσα — διακονιάρισσα — διεκπερακοτής — παρακινδυνευμένος — διυλισμός |
|||