|
двояковыпуклый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двояковыпуклый? — αμφίκυρτος как с (ново)греческого переводится слово αμφίκυρτος? — двояковыпуклый — εκατόχρονα — φούμαρα — σαχλαμάρας — λεγάτο — πρόστυχος — ενδελέχεια — δόγα — εκμισθωτής — διαφορεύω — ανισοσκελή — κρεοηώλις — ηνίοχος — αμπελάς — ξεμπερδεύω — φυλληρεφής — τραυώ — γλυκός — τραχανόσουπα — πτυαλίνη — αβωλοκόκοπος — επίλεχτος |
|||