|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαμαρωτός? — — μιναδόρος — υποστολή — κριτήριο — καβάκι — σλαυισμός — πτυχώνω — συνεργατική — κρυοπαγώ — απορώ — φορμόλη — λιθογλυφικός — αξιοποιήσιμος — δασκαλόπουλο — υπερκορεσμός — κυριαρχημένος — αντιφάρμακο — σκάφη — ερράθην — απαρμέγω — αφολίδωτος — αστρύμωχτος |
|||