|
η 1) женщина-врач; 2) жена врача #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женщина-врач? — γιάτρισσα как на (ново)греческом будет слово жена врача? — γιάτρισσα как с (ново)греческого переводится слово γιάτρισσα? — женщина-врач, жена врача — κακόφτειαχτος — αδιαχωρήτως — γναφεύς — μετζοσοπράνο — σεβασμός — πικροθάλασσα — εξαγορεύω — διάταγμα — υπερορία — απαρηγορησιά — λαδού — βορβουλιά — φλερτάρισμα — επαργίλλωση — γαληνιαίος — επισημειωτικός — σαμπό — αλογάριαστα — κατιόν — προληπτικά — ξηρότητα |
|||