|
расставив ноги; верхом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расставив ноги? — διάσκελα как на (ново)греческом будет слово верхом? — διάσκελα как с (ново)греческого переводится слово διάσκελα? — расставив ноги, верхом — νοικοκυρεμένα — ροντώ — επαλείφω — καλύβα — προγονισμός — αταλάντευτος — κουτσογραμματισμένος — ακαψάλιστος — παγοκρύσταλλοι — αρτοδοτώ — μπάμπαλο — ταξιδευτής — ευφόρητος — αφειδώ — σχολιασμός — ρεμβάζω — γοργοπερνω — σάρκα — υποχονδριακός — μυθοποίηση — ασυνοίκιστος |
|||