Новогреческий словарь
διάσκελα
διάσκελα
расставив ноги; верхом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расставив ноги
? —
διάσκελα
как на
(ново)греческом
будет слово
верхом
? —
διάσκελα
как с
(ново)греческого
переводится слово
διάσκελα
? — расставив ноги, верхом
#
(ново)греческий словарь
—
καψαλήθρα
—
πελάτης
—
πορνόσπιτο
—
προσαρμόζομαι
—
εκκολαπτικός
—
καρναβαλικός
—
σπεκουλαδόρος
—
ξυλοφάγος
—
μπροστάρης
—
αμφισημία
—
μοναχόπαιδο
—
περιηγούμαι
—
σκιστός
—
ξαμπελώνω
—
μηλοβολία
—
τσάρος
—
στερεύω
—
τσαγερία
—
γυναικοθηρία
—
αλαφροπερπατώ
—
φραγκισκανή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω