Новогреческий словарь
γελασμένος
γελασμέν|ος
обманутый
;
βγαίνω ~ στούς υπολογισμούς μου — обмануться в своих расчётах, просчитаться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обманутый
? —
γελασμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γελασμένος
? — обманутый
#
(ново)греческий словарь
—
βοτανιάζω
—
βακχεία
—
κιοφτές
—
ανιμιστής
—
λεαίνω
—
πέρκη
—
εκλαϊκευτής
—
νεροκουβάλημα
—
μικραίνω
—
δημοτικιστής
—
κρομμυών
—
κολτούκι
—
ξεδιαλέγω
—
νωματάρχης
—
κυβίστας
—
ποντικομαμή
—
Αύγουστος
—
πολιτογραφώ
—
τορπιλλοθέτις
—
ανεμοστοίβασμα
—
χρεόλυτρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве