|
двенадцатиперстный; ~ο (έντερο) — двенадцатиперстная кишка; έλκος τού δωδεκαδάκτυλου — язва двенадцатиперстной кишки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двенадцатиперстный? — δωδεκαδάκτυλος как с (ново)греческого переводится слово δωδεκαδάκτυλος? — двенадцатиперстный — προδίδω — ανθρακοποιώ — ψήνομαι — πολλοστημόριο — μεθούκλας — αλκυώνα — καταμετρητικός — εβραϊκός — βιβλιογνωστικός — σπινέλ(λ)ιο — εγκοπεύς — ψηκτροποιός — δεκατετράστιχο — παραβολή — οροθέσιο — κατάλληλα — αγιογδύτισσα — λεβεντάνθρωπος — αυτοκυβέρνητος — αυτοκρατόρισσα — σκηνοποιός |
|||