δωδεκαδάκτυλ|ος

формы словаβ
δωδεκαδάκτυλ|ος
двенадцатиперстный;
          ~ο (έντερο) — двенадцатиперстная кишка;
          έλκος τού δωδεκαδάκτυλου — язва двенадцатиперстной кишки



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово двенадцатиперстный? — δωδεκαδάκτυλος
как с (ново)греческого переводится слово δωδεκαδάκτυλος? — двенадцатиперстный


προδίδωανθρακοποιώψήνομαιπολλοστημόριομεθούκλαςαλκυώνακαταμετρητικόςεβραϊκόςβιβλιογνωστικόςσπινέλ(λ)ιοεγκοπεύςψηκτροποιόςδεκατετράστιχοπαραβολήοροθέσιοκατάλληλααγιογδύτισσαλεβεντάνθρωποςαυτοκυβέρνητοςαυτοκρατόρισσασκηνοποιός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit