|
το колдовство, волшебство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колдовство? — γοήτευμα как на (ново)греческом будет слово волшебство? — γοήτευμα как с (ново)греческого переводится слово γοήτευμα? — колдовство, волшебство — ψηλοκρατιέμαι — απαντικρύ — επιτόκιο — βήξιμο — γαλακτοποτώ — απακεττάριστος — αντεφορμώ — οψοφυλάκιο — αρχιερατείο — άγγιγμα — αποκρεμάδα — επιβλαβής — ταπεινότητα — ολονέν — τσεπάκι — καλογραία — θαμπά — αλλοτριολογώ — απλούμιστος — εικονομαχία — καταλαλητής |
|||