|
(-υχος) ο воен. экстрактор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экстрактор? — γαμψώνυξ как с (ново)греческого переводится слово γαμψώνυξ? — экстрактор — ζευκτήρας — ενδοφθάλμιος — κοκαλένιος — νομισματική — εθνικός — άκλαυτος — εκπορθώ — δεματιάζω — στήθι — ξοδιασμός — ιμπεριαλισμός — θησαυρίζω — προξενεύω — ανορθογραφώ — αποπτίλωση — χήνα — πεντάγραμμο — αναύξητα — εσμός — αργεντίνα — εμέ |
|||