|
το вальс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вальс? — βαλς как с (ново)греческого переводится слово βαλς? — вальс — συστατικό — ανθρωποκυνήγι — οικονομία — αποκεντρώσιμος — μαγκούφικος — μεταγένεσις — πολυεθνικός — λαθράκιασμα — μυλόπετρα — εναποθηκεύω — αντίσταση — μπαλταδιά — κρεολή — παμψηφεί — σφήνωμα — δαυλίτης — γαμψότητα — φουσκάλα — υέτιος — νομικώς — νίψη |
|||