|
τα мн.ч. от βάθος #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βάθια? — — άνεργος — σιταρένιος — κριματισμένος — δασκαλικός — υποδηματοεπνδιορθωτής — αυγαταίνω — αζάλιστος — διηθητήριον — ηλικία — ανεύρυσμο — ξεμαρκάρω — παγίδα — μπιρόνι — ειλικρινώς — ντόκ — κορδωμένος — παράλογο — Κύριος — αδιεκδίκητος — πεπιεσμένος — συμπολιτεία |
|||