περιποιώ

формы словаβ
περιποιώ
уст. :
          ~ τιμήν — делать честь (кому-л.) ;
          αυτό δέν σάς ~εί τιμήν — [phrase]это не делает вам чести[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово περιποιώ? —


βεβηλώνωτεχνοκρατίακομποσχοίνιξεκόλλημαχειροβομβιστήςδιαδοχικάβιοτεχνικοςενατένισηαλίγδιαστοςαπογυριάστασίαρχοςαπαλλακτικόςεκχυδαϊσμόςαλεπτούργητοςρασοφόροςσιλλιμανίτηςαλωνίστριακολβερτισμόςπρωθυπουργόςγαϊτανούανάγερτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit