|
уст. : ~ τιμήν — делать честь (кому-л.) ; αυτό δέν σάς ~εί τιμήν — [phrase]это не делает вам чести[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περιποιώ? — — βεβηλώνω — τεχνοκρατία — κομποσχοίνι — ξεκόλλημα — χειροβομβιστής — διαδοχικά — βιοτεχνικος — ενατένιση — αλίγδιαστος — απογυριά — στασίαρχος — απαλλακτικός — εκχυδαϊσμός — αλεπτούργητος — ρασοφόρος — σιλλιμανίτης — αλωνίστρια — κολβερτισμός — πρωθυπουργός — γαϊτανού — ανάγερτος |
|||