|
ο старьёвщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старьёвщик? — παλιατζής как с (ново)греческого переводится слово παλιατζής? — старьёвщик — πολεμικός — μωρολογώ — πολύζυγο — ταπεινόφρων — αιμοφορία — κιγκαλερία — ιχθύς — αμαρτύρητος — χορηγός — δεκάχρονος — ταμιευτήριο — περιπαικτικά — σέρτικος — εξαϋλωτικός — υπεκφυγή — καταμερίζω — ελαιόπιττα — βροντοκόπημα — σβηστικό — οκτακισχίλιοι — λείμαξ |
|||