|
το кизил (плод) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кизил? — κράνειον как с (ново)греческого переводится слово κράνειον? — кизил — εξαπάτηση — φρονιμάδα — κουπαστή — καταρροπαίνω — βαρυστομαχιάζω — γρανίτσα — εκκαυμάτιση — αποβράζω — ρίχνομαι — βραχύλαιμος — γραμματοσημοσυλλέκτρια — πολύπαθης — ανασυστήνω — αντισκόβω — ωχροκύανος — εύφθαρτος — επίγραμμα — ελεήμονας — μαδερι — δρόμων — φουρνάκι |
|||