|
το мор. батискаф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово батискаф? — βαθυσκάφος как с (ново)греческого переводится слово βαθυσκάφος? — батискаф — ανεμώνα — εναπόκειται — παστεριώνω — νημάτιο — ανάφαγος — καρουλιάζω — κακοψύχι — καλαμοκάνισσα — αποτέτιος — χασομερώ — δημοσιολογία — δυσχερής — ζέστη — σφυγμομανόμετρο — αλλοτρίωση — αγίνωτος — κουκουνίζω — διττά — νυμφών — θαλάμη — ωρικός |
|||