|
семяобразующий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семяобразующий? — σπερματογόνος как с (ново)греческого переводится слово σπερματογόνος? — семяобразующий — λεαίνω — φιλοπεριέργεια — υπομίσθωση — ξεθεμέλιωμα — ανάτριχα — ξινοστάφυλο — απολεπιδούμαι — προσηλωμένος — έγγαμος — αμμώδης — κατηχώ — σέρτικος — μεσσηνέζα — οκρίβας — καταφέρνω — φασιστικός — οστρεοκομείο — ιησουίτικος — κλαγγάζω — πλυσταρειό — ξεμαυλίστρα |
|||