|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βοστρυχώνω? — — στεντορείως — υλικό — ταξιδεύω — χειραντλία — δόμηση — φωνοληψία — τεσσαράκοντα — σχετικός — μεταμορφωμένος — διαδραστικότητα — ναυπηγοεπισκευαστικός — κορδώνω — διακανονισμός — λοξοβλέπω — αγρίεμα — φαρδής — φτωχόμυαλος — αναρχούμαι — Αιγόκερως — μοναστήρι — ξεμολογιούμαι |
|||