|
η (гончарная) глина; πυρίμαχος ~ — огнеупорная глина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глина? — άργιλος как с (ново)греческого переводится слово άργιλος? — глина — αμυλόκοκκοι — επίπεδο — μούλα — κωβώνι — φλεβοτόμον — φτουράω — σκλαβώνω — έγχορδος — αφήνω — αψιχάλιστος — πιθηκάνθρωπος — χορτοκοπτικός — καταριέμαι — μαγνητοφώνηση — διαστροφέας — αναπαλαιωμένος — μπουνάτσα — σίδερο — κατσιά — σκόρπισμα — πατρίδα |
|||