|
закалённый (о металле) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закалённый? — ψυχροβαφής как с (ново)греческого переводится слово ψυχροβαφής? — закалённый — προβατάρης — στεναξιά — χωριατόπουλο — αξαντος — ακατάπαυστος — δραματολογία — Πέφτη — σαλιγγάρι — γυροσκοπικός — αναλικνίζω — επικουρνκός — σμήνος — προσγείωση — ωραιοπάθεια — κινίνο — μυελικός — βαρβάτιασμα — παθιάζομαι — θυμός — αερόπλανο — ναυαρχίδα |
|||