Новогреческий словарь
ενδέκκριση
ενδέκκριση
η
внутренняя секреция
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
внутренняя секреция
? —
ενδέκκριση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενδέκκριση
? — внутренняя секреция
#
(ново)греческий словарь
—
μαργαρόρριζα
—
κουπαστή
—
αναρρωηκός
—
εκμισθώτρια
—
ανεξόφλητα
—
αλληλοκαταγγέλλομαι
—
μαυραδάκι
—
ντροπερός
—
ψώριασμα
—
διάφανος
—
αναλογική
—
μπαρουτόμυλος
—
ορτσάρω
—
υπερόπτης
—
δασύπτιλος
—
πολυφαγία
—
κοινοτάρχης
—
ασυνταίριαστος
—
αυτοεγκωμιάζομαι
—
γιορτολόγιο
—
αξιοσύστατος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,