Новогреческий словарь
απεριόριστο
απεριόριστο
το
неограниченность; безграничность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неограниченность
? —
απεριόριστο
как на
(ново)греческом
будет слово
безграничность
? —
απεριόριστο
как с
(ново)греческого
переводится слово
απεριόριστο
? — неограниченность, безграничность
#
(ново)греческий словарь
—
όρτυξ
—
δίοδος
—
πλήρωσις
—
μεσημεριανός
—
δυναμογεννήτρια
—
λογάτε
—
χαρτοπώλις
—
αναγορεύσιμος
—
μεταλλευτικός
—
βρέσιμο
—
γιαούρτη
—
δημαγωγός
—
νότια
—
υποπρακτορείο
—
ξαλμυρίζω
—
σκορδίλα
—
πνευματωδώς
—
Κωνσταντινούπολη
—
αμόνω
—
μυστικιστικός
—
εμνήσθην
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве