|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πέρκωμα? — — βραχύκορμος — εναίσιμος — άτομο — αντιστύλι — φωνητήριος — χαλυβογραφία — σβέλτος — συλλογιούμαι — ευλογητής — αντιιμπεριαλιστικός — σκωληκοτρόφος — κατ'οίκον — μωλωπισμός — μεταγωγή — θαμβώνω — μαρτυρώ — βαλλιστικός — εξαγόραση — αποφυλάκιση — διεστάλην — ζωηρεύω |
|||