|
сетчатый; ~ χιτών — анат. сетчатка, сетчатая оболочка (глаза) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сетчатый? — αμφιβληστροειδής как с (ново)греческого переводится слово αμφιβληστροειδής? — сетчатый — γλιτζιάζω — διαμονητήριος — ανέλκωσις — Κλειώ — αδικογεράζω — πομφόλυξ — ψεκτός — φοινικόπτερος — αδίωκτος — αντασφαλίστρια — ζωοκόμος — πεθερικά — πούπουλο — φήμη — στοιχειώδης — ορθοέπεια — επασχολώ — γρέτσος — ρούνοι — μελοδραματοποιός — γυμνοσαλίγκαρος |
|||