|
вонять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вонять? — ζέχνω как с (ново)греческого переводится слово ζέχνω? — вонять — αριστερίζων — ανθρωπίζω — αλογοτροφείο — υψόμετρο — αμπελόφυτος — απλόχερα — ξαναμασώ — ουσιαστικώς — βουτυροκόμος — υποψάλλω — ανάτριχος — χωρώ — παρμετζάνα — γκριζόλα — νεόνυμφος — ψαλίδισμα — συμπόσιο — υπερακοντίζω — αυλάκιση — πολικός — αντισηψία |
|||