|
το польза, выгода; συνδυάζω τό τερπνόν μετά τού ~ίμου — сочетать приятное с полезным #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово польза? — ωφέλιμο как на (ново)греческом будет слово выгода? — ωφέλιμο как с (ново)греческого переводится слово ωφέλιμο? — польза, выгода — μελισσόκηπος — πατηκώνω — χαρτοποιία — εκδηλώνομαι — εκηβόλος — αποτυπώνομαι — παραβάν — σιδεράδικο — εργοδοσία — αφανέρωτος — εγκαρτερρώ — αστροναυτικός — κατέχω — μωσαϊκός — ξεκοτσάρω — θρησκόληπτος — βαθυπράσινος — παπλωματού — διασταύρωση — λάου-λάου — σελιδοποίηση |
|||