|
το прям., перен. фимиам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фимиам? — θυμίαμα как с (ново)греческого переводится слово θυμίαμα? — фимиам — κλιμένος — καθιστός — επεύχομαι — ιωβηλαίος — αποχετεύω — εναντιογνωμονώ — βύζασμα — βλεφαριδικός — ταβατούρι — υπαγορεύω — σκαμπαβία — παρέμβαση — εξουθενίζω — σεμνύνομαι — δίζυγος — φυτογεωγραφία — κάρινος — χάρβαλο — γλαδίολο — μικρογράμματος — οιωνός |
|||