|
η 1) авангард; 2) авангардная роль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово авангард? — πρωτοπορεία как на (ново)греческом будет слово авангардная роль? — πρωτοπορεία как с (ново)греческого переводится слово πρωτοπορεία? — авангард, авангардная роль — βασιλομήτωρ — χαρτοβιομηχανία — λύτρωμός — ψευδοκαρίνα — χυμευτική — ραγάδα — εμβρυογραφία — αντίτυπο — στρυμωχτός — γυναίκήσιος — καστόρι — ιατρεύω — περιθωριοποιούμαι — ξύπασμα — μετακαλώ — μοιρολατρία — καθαρότητα — ηλεκτρολογικός — διαδρομέας — έμφυτος — φυρί-φυρί |
|||