|
ο бобовое растение; боб #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бобовое растение? — κύαμος как на (ново)греческом будет слово боб? — κύαμος как с (ново)греческого переводится слово κύαμος? — бобовое растение, боб — συνωμότισσα — διεξαγωγή — εφιχτός — οσφρητικότης — χρονογραφία — εκτίω — δίψυχος — δριμύς — γενεαλόγιο — απολυτρώνω — χρονολογία — αρσενικώδης — ανάβολος — αστραποβαρεμένος — πολυδιήγητος — κοχλιοειδής — ομοίωση — κύκλωση — άνθι — άρμεγμα — δαχτυλογραφία |
|||