|
η надставка, удлинение; αυτό θέλεί ~ — [phrase]это надо удлинить[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово надставка? — ματισιά как на (ново)греческом будет слово удлинение? — ματισιά как с (ново)греческого переводится слово ματισιά? — надставка, удлинение — προσαρμόζομαι — πισσόστρωση — καρακασίδης — αγκυροειδής — λάγνος — σιτοκαλλιέργεια — ερετικόν — μπάτσα — ανακουνιέμαι — ταμιευτικός — εξαρθρώνω — αντιθωρώ — λεμφοφόρος — αηδονόφωνος — καλάμισμα — διάπραξη — αποκρυσταλλώνω — ανεγκεφαλία — φυρός — ανελευθέρωτος — σαμποτέρ |
|||