|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιγοψυχία? — — χηρειά — επίπληξη — διέγερση — δικαρπώ — λικμώ — εμπρεσσιονίστρια — βακτηριακός — ροκάνισμα — μεταξοσκούληκας — καρυόφυλλο — δυσκατάπειστος — καστανότοπος — κακοσυσταίνω — αργομιλώ — παίκτης — διαπαιδαγωγώ — συνέπηξα — ερινιάζω — αμφιετηρίδα — ακατάληκτος — υδρόλιθος |
|||