|
η жеманница; кривляка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жеманница? — καμωματαρού как на (ново)греческом будет слово кривляка? — καμωματαρού как с (ново)греческого переводится слово καμωματαρού? — жеманница, кривляка — νομογραφία — εμφανιστής — ακατάληκτος — ακύρωτος — απένταρος — μονόδραχμος — ξεφορμάρισμα — νεώριον — χιλιογραμμόμετρο — μεγαλακρία — απονηρεψιά — απόδημος — ανεξιθρησκεία — άστριβος — ροδίτης — γαργαρίζω — δίψα — οικοδόμος — ανακρέμαση — πεντάκλωνος — ήρωας |
|||