|
мясистый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мясистый? — κρεατωμένος как с (ново)греческого переводится слово κρεατωμένος? — мясистый — αξιοσύστατος — λεύκασμα — δίπολος — γεννητής — αγιορείτης — πλησιάζω — φουστανελλοφόρος — χελοβίβαρο — αθεϊστής — χρησμολογώ — μπομπονιέρα — εγκεφαλοσάρκωμα — λεπτό — επεκτατικός — ανοιξιάτικος — τσογλάνι — ζηλεύω — πούπουλο — τσακίρικος — γνωμολογία — συζητητής |
|||