|
семьдесят раз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семьдесят раз? — εβδομηκοντάκις как с (ново)греческого переводится слово εβδομηκοντάκις? — семьдесят раз — προτίθομαι — ελληνικά — δασοσκεπής — στραπατσάρισμα — αναβάλλω — μετατοπίζω — ταχύνοια — μπολερό — εικοσάρι — ξεραίνω — εξοπίσω — χονδρόκολλα — επανορθωτής — φράνκο — τεντωτήρας — πνευμονόκοκκος — στραγαλατζής — συγκινητικότητα — ξανθοτρίχα — ράκος — μετρίαση |
|||