|
численно; ~ υπερέχω — превосходить числом, численно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово численно? — αριθμητικώς как с (ново)греческого переводится слово αριθμητικώς? — численно — γλυκαπαντάω — εκπυρσοκρότηση — κουβέρτα — ελεγκτήρας — αεροβάμονας — κορνάρισμα — κολοκυθόσπορο — καταστηματάρχισσα — καρδιογνώστης — γονιασμένος — σπετσιέρης — καζάκα — ανάμικτος — μπαλαουρτζής — κελεπουρτζής — βότανα — λείπομαι — γυρνοβολώ — επιτήρηση — στάλαγμα — παρίας |
|||