|
смешанный, перемешанный; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смешанный? — σύμμικτος как на (ново)греческом будет слово перемешанный? — σύμμικτος как с (ново)греческого переводится слово σύμμικτος? — смешанный, перемешанный — βουτυροποιία — νοστιμεύομαι — βροντόλαλος — μπακάλικος — καταβρεκτήριον — δαγγειοπαθής — κομμουνίστρια — μαγγανεύω — κρουστικός — περικνήμιον — μάλε-βράσε — αντι- — πολιτικοποιούμαι — αλληλεπίκουρος — εύμουσος — ξεθέρμισμα — καταλήγω — συνεσταλμένα — κακόμοιρος — λοφιά — ενάγουσα |
|||