Новогреческий словарь
κλινικώς
κλινικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλινικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ευοίωνος
—
θεριεύω
—
χοχολιέμαι
—
ισομορφία
—
δυσφημιστικός
—
αχολογή
—
εσάρπα
—
δυσαρεστώ
—
σελασφόρος
—
ημίλιτρον
—
πέθαμα
—
στεγνωτήρας
—
αναπαίτητος
—
ραιβός
—
αποκοιμιούμαι
—
αντιφάσκω
—
αγριοπόταμο
—
ολοός
—
βαλκανιονίκης
—
βούκουλης
—
ελαφρο-
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,