|
το 1) сапожный нож; 2) резец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сапожный нож? — κοπίδι как на (ново)греческом будет слово резец? — κοπίδι как с (ново)греческого переводится слово κοπίδι? — сапожный нож, резец — ωσανεί — εγκυκλοπαιδιστής — μποσικάρω — μονοκρατορικός — σπόνδυλος — προσεισμικός — αζάνιο — οροστεγής — τσιριξιά — εξευτελισμός — αντίπασχα — εργασμένος — καντηλέρης — καρβουνιάζω — τελετουργώ — χαλαράδα — απόθεμα — μιγαδικός — φασολάδα — αλισοκόφινο — ευρωπαίζω |
|||