|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγώι? — — κουκούτσι — αναμελετώ — αποθέσιμο — ψήλωμα — ανόργανη — αμελέτητος — ιππάριον — σωροκουβαριάζομαι — συμφωνάω — σήτα — οσοσδήποτε — βασταγός — γουρλού — θρηνωδία — πολυτεχνίτης — απόσκιο — ασώπαστος — οχυρός — αταχτώ — χαρακώνω — διάνοια |
|||